Χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενασχόληση του πάσχοντος με φανταστικό σωματικό μειονέκτημα ή μεγαλοποίηση υπάρχοντος σωματικού ελαττώματος, σε βαθμό που προκαλεί σημαντική δυσφορία ή συνεπάγεται έκπτωση στην προσωπική , την κοινωνική ή την επαγγελματική του ζωή . Αρχίζει κατά κανόνα στην εφηβική ηλικία, αλλά το άτομο αναζητά ιατρική βοήθεια στη δεύτερη ή στην τρίτη δεκαετία της ζωής του.
Ο πάσχων από δυσμορφοφοβία είναι πεπεισμένο ς ότι ένα τμήμα του σώματός του είναι ή πολύ μεγάλο ή πολύ μικρό ή δύσμορφο . Τα συνήθη παράπονα αφορούν στη μύτη, τα αυτιά, το στόμα, τα χέρια ή τα πόδια. Ο πάσχων μπορεί να ασχολείται διαρκώς με τη δυσμορφική του πεποίθηση, να αποφεύγει τους καθρέφτες – και να θεωρεί ότι οι άλλοι έχουν επισημάνει και συζητούν για την υποτιθέμενη δυσμορφία του. Ακόμη, ενοχοποιεί τη συγκεκριμένη δυσμορφία για όλες τις δυσκολίες του.
Η διαταραχή αυτή μπορεί να οδηγήσει τα άτομα να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους, να απομονωθούν κοινωνικά, να παρατήσουν τις σπουδές τους ή την εργασία τους, να μην βγαίνουν ραντεβού ή να φτάσουν σε διαζύγιο ύστερα από έντονα συζυγικά προβλήματα. Ακόμη, μπορεί να τα οδηγήσει σε γενικές ιατρικές, χειρουργικές ή πλαστικές επεμβάσεις που μπορεί να επιδεινώσουν τη διαταραχή επιτείνοντας την ενασχόληση ή με την εμφάνιση νέων ενασχολήσεων που θα οδηγήσουν σε νέες επεμβάσεις, κ.λ.π.